Μετά την σημερινή κλήρωση που διενήργησε ο Άρειος Πάγος για τους διορισμούς των δικαστικών αντιπροσώπων, ενόψει των προσεχών εκλογών, διεπιστώθη από πλήθος συναδέλφων ότι δεν διορίσθηκε το μεγαλύτερο μέρος των μελών του Συλλόγου μας (τουλάχιστον τα 3/4 του συνολικού αριθμού), καίτοι είχαν υποβάλει νομίμως και εμπροθέσμως αίτηση προτιμήσεως. Αντιθέτως διορίσθηκαν στα εν Λακωνία εκλογικά τμήματα συνάδελφοι από μέρη μακρινά, αρκετοί δε από Θεσσαλονίκη, κάτι που έχει παρατηρηθή και στο παρελθόν. Τούτο, όπως είναι φυσικό, γεννά προβληματισμούς για τον τρόπο που γίνεται η κλήρωση, ή ακόμη και αμφιβολίες για το εάν γίνεται κλήρωση.
Στις διαδικτυακές συζητήσεις μεταξύ συναδέλφων υφέρπει η άποψη (ενίοτε δε δεν υφέρπει απλώς, αλλά εκφράζεται ανοικτά) ότι ο τρόπος κληρώσεως “ευνοεί” κυρίως τους δικηγόρους που ανήκουν στους μεγάλους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας (Αθηνών και Θεσσαλονίκης), αφήνοντας εκτός τους συναδέλφους των μικρότερων περιφερειακών συλλόγων, που συνήθως προτιμούν και συνεπώς αιτούνται τον διορισμό τους σε εκλογικά τμήματα της ευρύτερης περιοχής τους, που γεωγραφικά τους περιορίζει εντός των ορίων του Νομού ή της έδρας του Πρωτοδικείου, όπου υπηρετούν και ασκούν τα καθήκοντά τους.
Η πρακτική όμως αυτή δεν έχει συνέπειες μόνο στα οικονομικά των αδιορίστων δικηγόρων (και υπαλλήλων), που σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς ελπίζουν να καλύψουν μέρος των υποχρεώσεών τους (φ.π.α., ασφαλιστικά ταμεία κ.α.) με τα χρήματα που θα λάβουν ως εκλογική αποζημίωση, αρκετό καιρό μάλιστα αφού παρασχεθή η υπηρεσία τους στην Ελληνική Δημοκρατία, αλλά σε τελική ανάλυση επιβαρύνει το Ελληνικό Δημόσιο με καταβολή υπέρογκων οδοιπορικών εξόδων, μεγάλο τμήμα των οποίων θα εξοικονομείτο με την κάλυψη των θέσεων αρχικώς από τους δικηγόρους, δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων, Πρωτοδικείων και Εισαγγελιών. Και ενω για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς φαίνεται ότι αυτό τηρείται και εφαρμόζεται, αφού – όπως πολύ εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει – διορίζονται στην έδρα του Πρωτοδικείου που υπηρετούν, μένουν αδιόριστοι δικηγόροι και δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν αιτηθή τον διορισμό τους εντός της εκλογικής περιφερείας που ασκούν τα καθήκοντά τους, ενώ στην θέση τους διορίζονται άλλοι, ορμώμενοι από τις εσχατιές της ελληνικής επικρατείας, που τους έχουν προκαταβληθή μάλιστα πλέον της εκλογικής αποζημιώσεως και οδοιπορικά, το ύψος των οποίων συνιστά μεγάλο ποσοστό αυτής.
Είναι απορίας άξιον λοιπόν για ποίους ακριβώς λόγους δεν λαμβάνεται από το ηλεκτρονικό σύστημα της κληρώσεως (που η γράφουσα αποδέχεται ότι πράγματι λαμβάνει χώρα) πρωτίστως η παράμετρος των προτιμήσεων δικηγόρων και υπαλλήλων εντός της έδρας τους, κατόπιν αυτή των προτιμήσεων που αφορούν περιοχές διαφορετικές της έδρας, και τέλος η παράμετρος “οπουδήποτε στην επικράτεια”. Έτσι η διεξαγωγή των εκλογών θα κόστιζε στο Ελληνικό Δημόσιο λιγότερο, αφού θα εξοικονομούσε χρήματα από τις δαπάνες των οδοιπορικών.
Κάποτε, τις εποχές της ευμάρειας και των καλών μισθών και αμοιβών που υπερκάλυπταν τις βασικές βιοτικές ανάγκες, είναι γεγονός ότι οι εκλογές, για όλους αυτούς που ήταν επιφορτισμένοι με την ευθύνη της διεξαγωγής τους, αποτελούσαν μια καλή ευκαιρία να βρεθούν παρέα με συναδέλφους, να γνωρίσουν μέρη της Ελλάδος που δεν είχαν δει μέχρι τότε, και να περάσουν όμορφα με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Οι καιροί όμως άλλαξαν, τα εισοδήματά μειώθηκαν, οι μισθοί περικόπηκαν και όσοι συμμετέχουν πλεόν στην εκλογική διαδικασία προσδοκούν και αναμένουν την εκλογική αποζημίωση για να “κλείσουν τρύπες” . Και από την μια είναι απολύτως θεμιτό συνάδελφοι (ή δικαστικοί υπάλληλοι), καταγόμενοι από τόπο διαφορετικό αυτού που ασκούν τα καθήκοντά τους, να επιθυμούν να διορισθούν στον τόπο καταγωγής τους, όπου πιθανόν διαθέτουν στέγη και συγγενείς, ώστε να συνδυάσουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, πλην όμως κρίνεται εντελώς ακατανόητη η εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, που πραγματοποιείται με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, είτε από αβλεψία των κατασκευαστών του ηλεκτρονικού συστήματος κληρώσεως, είτε αποσκοπώντας στην ικανοποίηση μερίδας συντεχνιακών συμφερόντων και στην- έστω πρόσκαιρη – απασχόληση μετ’ αποδοχών των δικηγόρων των μεγάλων δικηγορικών συλλόγων της χώρας, την ίδια στιγμή που το ίδιο κράτος ανέχεται να υπάρχουν “συλλειτουργοί της δικαιοσύνης” να αμοίβονται με εξευτελιστικές αμοιβές παρέχοντας την νομική τους κατάρτιση σε δικηγορικές εταιρείες – υπεραγορές.
Οι σκέψεις δικές σας, αγαπητοί συνάδελφοι.
Μαρία Δ. Βλήτα