Ως γνωστόν, ο Δικηγορικός Σύλλογος Σπάρτης ασκώντας θεσμοθετημένο δικαίωμά του, παρενέβη προ ημερών δημοσίως εκφράζοντας τις θέσεις και τις απόψεις του σχετικά με το τότε επικείμενο δημοψήφισμα της 5-7-2015. Η παρέμβαση αυτή ασκήθηκε με σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Συλλόγου και στα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Επί του ζητήματος αυτού επιθυμώ να παραθέσω κάποιες σκέψεις και να εκφράσω μερικές θέσεις.
Κατ’ αρχήν και προπαντός άλλου, προς αποφυγή ενδεχόμενων παρερμηνειών και παρεξηγήσεων, επισημαίνω ότι η άποψή μου επί του δημοψηφίσματος ήταν αρχικά υπέρ της ματαίωσης και της μη διεξαγωγής του, περαιτέρω δε όταν αυτό δεν συνέβη, η θέση μου ήταν υπέρ του «ΝΑΙ», για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, πλην όμως συμπίπτουν κατά μέρος τουλάχιστον με τους λόγους που και η απόφαση του Συλλόγου επικαλείται. Παρά τη σύμπτωση όμως αυτή, δεν θα διστάσω μέσα από τις γραμμές αυτές να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Ως προς το πρώτο.
Η εκτίμηση για τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος και το αρνητικό επ’ αυτής συμπέρασμα, σύμφωνα με την απόφαση, βασίστηκε κυρίως στο άρθρο 44 του Συντάγματος και ειδικότερα στο δεύτερο εδάφιο παρ. 2 αυτού, όπου πράγματι γίνεται λόγος και για «ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα ΕΚΤΟΣ από τα δημοσιονομικά …». Παραβλέφθηκε όμως και ουδόλως αξιολογήθηκε η διάταξη του πρώτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου όπου ορίζεται ότι «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα…».
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και από το ίδιο το π.δ. προκύπτει και επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η σχετική απόφαση της Βουλής λήφθηκε με την απόλυτη πλειοψηφία (178 υπέρ) και όχι με την πλειοψηφία των 180 βουλευτών που απαιτεί το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 , η προκήρυξη του κρίσιμου δημοψηφίσματος έγινε «για κρίσιμο εθνικό θέμα» κατ’ εφαρμογή της διάταξης του πρώτου εδαφίου. Και ουδείς μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει τη συνδρομή πράγματι κρίσιμου εθνικού ζητήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεγονός που νομιμοποιεί ξεκάθαρα τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος , χωρίς την ανάγκη προσφυγής στη διάταξη του β΄ εδαφίου με βάση την οποία θα μπορούσε πράγματι να διατυπωθεί αντίρρηση ως προς τη νομιμότητα λόγω του κατ’ ουσίαν δημοσιονομικού χαρακτήρα του προς ψηφοφορία ζητήματος. Με άλλα λόγια, και αν ακόμη το ζήτημα ήθελε θεωρηθεί δημοσιονομικό δεν στερείται της ιδιότητας του κρίσιμου εθνικού με συνέπεια η επ’ αυτού προκήρυξη δημοψηφίσματος να είναι απολύτως νομιμοποιημένη για το λόγο αυτό, χωρίς την ανάγκη προσφυγής στη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 44 του Συντάγματος, όπως έκανε η απόφαση του Δ.Σ. με συνέπεια να αποφανθεί για έλλειψη νομιμότητας.
Τα περαιτέρω επιχειρήματα που διαλαμβάνονται στην απόφαση (ασάφεια ερωτήματος, προχειρότητα οργάνωσης, έλλειψη αναγκαίου χρόνου για ενημέρωση, σχεδιασμός ψηφοδελτίων, κίνδυνος διχασμού κλπ) είναι σαφώς πολιτικές και όχι νομικές θέσεις και επ’ αυτών μπορούσαν να διατυπωθούν, και διατυπώθηκαν άλλωστε, σε πολλά επίπεδα, αντίθετες, εξίσου ισχυρές, απόψεις, βέβαιο είναι όμως ότι θα χρειάζονταν πολλή περισσότερη έρευνα, άρα και χρόνος, αλλά και νηφαλιότητα για να προκύψει μία ξεκάθαρη και απόλυτη νομική άποψη και για να θεμελιωθεί επ’ αυτών αντισυνταγματικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, η βαρύτητα της θέσης του Συλλόγου περί αντισυνταγματικότητας εντοπίζεται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος. Επειδή όμως στηρίζεται σ’ εσφαλμένη, κατά κυριολεξία ελλιπή, προϋπόθεση, αυτή δηλαδή της παράθεσης μόνο της διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 44 Σ. και όχι και αυτής του πρώτου εδαφίου, η θέση περί αντισυνταγματικότητας που εκφράστηκε με την απόφαση είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένη.
Ως προς τη διαδικασία.
Όποιος διαβάζει το κείμενο της απόφασης, όπως αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Συλλόγου και δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο, εύλογα θα θεωρούσε ότι, παρά τη σοβαρότητα του ζητήματος και την, ούτως ή άλλως, πολιτική του διάσταση, η απόφαση ήταν ομόφωνη και ομόθυμη. Γνωρίζοντας προσωπικά ένα τουλάχιστον μέλος του Δ.Σ. με αντίθετες απόψεις, ερώτησα και πληροφορήθηκα ότι πράγματι το μέλος αυτό είχε εκφράσει την ευθεία αντίθεσή του στην παρέμβαση και στο περιεχόμενό της, το δε γεγονός της μη αναφοράς ουδαμού της μειοψηφίας, ως διαπίστωσα είχε ευλόγως δημιουργήσει απορίες και σε άλλους γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα.
Κατ’ αρχήν δηλώνω ότι δεν είμαι της άποψης ότι κάθε απόφαση, παρέμβαση, ψήφισμα κλπ που εκπορεύεται από τα συλλογικά όργανα, θα πρέπει να επισημαίνει και να δημοσιοποιεί αναγκαίως και το ομόφωνο ή μη της λήψης και να παραθέτει και την άποψη της τυχόν μειοψηφίας. Αυτά καταγράφονται στα πρακτικά και ακολουθούν τα νομίμως προβλεπόμενα. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Θεωρώ όμως ότι η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης ως εκ του πολιτικού της περιεχομένου και του γενικότερου ενδιαφέροντος του ζητήματος, εκτός του ότι θα ήταν καλύτερο να αποτελέσει αντικείμενο απόφασης μιας έκτακτης συνέλευσης του Συλλόγου, επέβαλε, τουλάχιστον, από τη στιγμή που έμεινε στο επίπεδο του Δ.Σ., την αναφορά και της ύπαρξης της μειοψηφίας χωρίς κατ’ ανάγκη την παράθεση της μειοψηφούσας άποψης , έστω και με την απλή παρεμβολή σε κατάλληλο σημείο της φράσης «κατά πλειοψηφία» ή κάτι ανάλογο.
Και τούτο όχι μόνο για να προστατευθούν τα μειοψηφούντα μέλη από αδικαιολόγητες αμφιβολίες και κατακρίσεις από το περιβάλλον τους, το οποίο άλλα γνωρίζει και άλλα εισπράττει από την πολιτική και την κοινωνική τους συμπεριφορά και άλλα διαπιστώνει μέσα από το κείμενο της παρέμβασης, αλλά και για τα μέλη εκείνα του Συλλόγου που ενδιαφέρονται να γνωρίζουν πως εκπροσωπούνται απ’ αυτούς που εξέλεξαν σε συγκεκριμένες θέσεις.
Επισήμανα ήδη ότι τη θέση μου αυτή στηρίζω κυρίως στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης με την οποία αποφάσισε να ασχοληθεί ο Σύλλογος μπαίνοντας σε νερά αχαρτογράφητα με όσους κινδύνους αυτό συνεπαγόταν.
Προσωπικά θεωρώ, όπως ήδη προανέφερα, ότι καλύτερα θα ήταν λόγω της ιδιαιτερότητας και σοβαρότητας του θέματος και την αφόρητη πίεση του χρόνου που εγκυμονούσε κινδύνους εντάσεων αλλά και αστοχιών, ο Σύλλογος να μην είχε ασχοληθεί με το ζήτημα, άλλως να είχε μεταφερθεί η όποια κρίση για παρέμβαση στο κυρίαρχο όργανο, τη Γενική Συνέλευση δηλαδή, άλλως και εφόσον τελικά το θέμα παρέμεινε στο επίπεδο του Δ.Σ. να είχε καταγραφεί και να είχε φανεί προς τα έξω και η ύπαρξη μειοψηφίας.
Τα όσα ακολούθησαν θεωρώ ότι δικαιώνουν τη θέση αυτή. Το μέλος που μειοψήφησε αναγκάστηκε να εξηγήσει τη θέση του με ανάλογη δημοσιοποίηση και όπως πληροφορήθηκα για τούτο υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις. Όλα αυτά μου έφεραν στη σκέψη την αιώνια , διαχρονική μεγαλειώδη φράση του Βολταίρου: «Διαφωνώ μ’ αυτό που λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να τα λες».
Σπάρτη 14-7-2015
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ι. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ 72-ΣΠΑΡΤΗ
ΤΗΛ. 2731027191